Aller au contenu

Διονύσιος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien Διονύσιος, Dionýsios.

Διονύσιος, Dionísios \ði.oˈni.si.os\ masculin singulier

  1. Denys.
Mot dérivé de Διόνυσος, Diónysos, avec le suffixe -ιος, -ios.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif Διονύσιος Διονυσί Διονύσιον
vocatif Διονύσιε Διονυσί Διονύσιον
accusatif Διονύσιον Διονυσίᾱν Διονύσιον
génitif Διονυσίου Διονυσίᾱς Διονυσίου
datif Διονυσί Διονυσί Διονυσί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif Διονυσίω Διονυσί Διονυσίω
vocatif Διονυσίω Διονυσίω Διονυσίω
accusatif Διονυσίω Διονυσί Διονυσίω
génitif Διονυσίοιν Διονυσίαιν Διονυσίοιν
datif Διονυσίοιν Διονυσίαιν Διονυσίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif Διονύσιοι Διονύσιαι Διονύσι
vocatif Διονύσιοι Διονύσιαι Διονύσι
accusatif Διονυσίους Διονυσίᾱς Διονυσί
génitif Διονυσίων Διονυσίων Διονυσίων
datif Διονυσίοις Διονυσίαις Διονυσίοις

Διονύσιος, Dionýsios

  1. Dionysiaque, de Dionysos.
Cas Singulier
Nominatif Διονύσιος
Vocatif   Διονύσιε
Accusatif τὸν Διονύσιον
Génitif τοῦ Διονυσίου
Datif τῷ Διονυσίῳ

Διονύσιος, Dionýsios masculin singulier

  1. Denys.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]