-ωμα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Variante de -μα -ma.
Suffixe
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | τὸ | -ωμα | τὰ | -ωματα | τὼ | -ωματε |
Vocatif | -ωμα | -ωματα | -ωματε | |||
Accusatif | τὸ | -ωμα | τὰ | -ωματα | τὼ | -ωματε |
Génitif | τοῦ | -ωματος | τῶν | -ωμάτων | τοῖν | -ωμάτοιν |
Datif | τῷ | -ωματι | τοῖς | -ωμασι(ν) | τοῖν | -ωμάτοιν |
- Suffixe des noms neutres indiquant un processus, un aboutissement.
- (Médecine) Suffixe (→ voir -ome) utilisé pour désigner une tumeur.
Composés
[modifier le wikicode]- ἅβρωμα
- ἀέτωμα
- ἀφάβρωμα
- ἀφομοίωμα
- ἀφοσίωμα
- ἀγάθωμα
- ἀγκύλωμα
- ἄγρωμα
- αἰτίωμα
- ἀκρίβωμα
- ἀλλοίωμα
- ἄλσωμα
- ἄλωμα
- ἀμαύρωμα
- ἄμβλωμα
- ἀμπύκωμα
- ἀναφαλάντωμα
- ἀνάγνωμα
- ἀναισίμωμα
- ἀνακύκλωμα
- ἀνάκωμα
- ἀνάλωμα
- ἀναπλήρωμα
- ἀνατύπωμα
- ἀνάχωμα
- ἀνδρείωμα
- ἀνήλωμα
- ἀνίλλωμα
- ἀνίσωμα
- ἀνθράκωμα
- ἀντανίσωμα
- ἀντίπτωμα
- ἀντισήκωμα
- ἅπλωμα
- ἀπόβρωμα
- ἀπογείσωμα
- ἀπόκλωμα
- ἀπόπτωμα
- ἀπόρθωμα
- ἀποσφήνωμα
- ἀποσκίρρωμα
- ἀποσχαλίδωμα
- ἀποτύπωμα
- ἀθέρωμα
- ἀθήρωμα
- ἀραίωμα
- ἀργύρωμα
- ἀρσένωμα
- ἄρωμα, arôme
- ἄσκωμα
- αὐτόσωμα
- βεβαίωμα
- βούχωμα
- βρῶμα
- βύσσωμα
- ξύλωμα
- δ.η.´λωμα
- δημοσίωμα
- δήμωμα
- δεξίωμα
- δείνωμα
- δένδρωμα
- δεσμωμα
- δέσμωμα
- δευτέρωμα
- δήμωμα
- διάβρωμα
- διάδωμα
- διαίτωμα
- διακένωμα
- διάπτωμα
- διάστρωμα
- διάχωμα
- διάζωμα
- διφθέρωμα
- δικαίωμα
- διόρθωμα
- δίπλωμα
- δόλωμα
- δρυφάκτωμα
- δρωμᾷ
- δυσχείρωμα
- δῶμα
- ἐξάμβλωμα
- ἐξάρθρωμα
- ἐξιλέωμα
- ἐξόγκωμα
- ἐξουδένωμα
- ἑδραίωμα
- ἐφάπλωμα
- ἐγγείσωμα
- ἐγκεφαλαίωμα
- ἐγκόμβωμα
- ἔγχωμα
- εἰλύσπωμα
- ἔκβρωμα
- ἐκβύρσωμα
- ἐκφατνώμα
- ἐκπλήρωμα
- ἔκπτωμα
- ἔκπωμα
- ἔκτρωμα
- ἐκτύπωμα
- ἐκχύμωμα
- ἐλάσσωμα
- ἐλάττωμα
- ἐλευθέρωμα
- ἕλκωμα
- ἕλωμα
- ἔμβρωμα
- ἐμπλήρωμα
- ἐμπύωμα
- ἐναντίωμα
- ἐνδόρωμα
- ἐνεχύρωμα
- ἐντρίχωμα
- ἐντύπωμα
- ἕνωμα
- ἐπαναδίπλωμα
- ἐπανήλωμα
- ἐπανόρθωμα
- ἐπικορύφωμα
- ἐπικτόλωμα
- ἐπικύλλωμα
- ἐπίπτωμα
- ἐπίπωμα
- ἐπιπώρωμα
- ἐπιστεφάνωμα
- ἐπιτελέωμα
- ἐπιτραπέζωμα
- ἐπιζημίωμα
- ἐπιζύγωμα
- ἐσχάρωμα
- εὐόρκωμα
- φαγεδαίνωμα
- φαλάγγωμα
- φαλάκρωμα
- φαλάντωμα
- φάρσωμα
- φάτνωμα
- φήλωμα
- φλόγωμα
- φύλλωμα
- φυσίωμα
- γεφύρωμα
- γείσωμα
- γενεθλίωμα
- γλαύκωμα
- γνῶμα
- γνώμα
- γόμφωμα
- γωνίωμα
- ζήλωμα
- ζημίωμα
- ζύγωμα
- ζύμωμα
- ζῶμα
- ἡμέρωμα
- ἰδίωμα
- ἱέρωμα
- ἰκρίωμα
- ἱμάντωμα
- καίρωμα
- καμάρωμα
- καθήλωμα
- καρκίνωμα
- κάρπωμα
- κατάβρωμα
- κατακύλλωμα
- κατάπτωμα
- κατασκήνωμα
- κατάστρωμα
- κατόρθωμα
- καύσωμα
- κεφαλαίωμα
- κεφάλωμα
- κενέωμα
- κένωμα
- κέρχνωμα
- κηρίωμα
- κήρωμα
- κλείδωμα
- κοίλωμα
- κοίνωμα
- κολόβωμα
- κόλπωμα
- κόμβωμα
- κόμμωμα
- κονδύλωμα
- κορύφωμα
- κοσκίνωμα
- κραταίωμα
- κρατέρωμα
- κρηπίδωμα
- κρίκωμα
- κρίωμα
- κρούνωμα
- κύφωμα
- κύκλωμα
- κύλλωμα
- κύρτωμα
- κώφωμα
- κῶμα
- λάβδωμα
- λείωμα
- λεύκωμα
- λίσσωμα
- λόρδωμα
- λύχνωμα
- λῶμα
- μεγάλωμα
- μείωμα
- μελίτωμα
- μεσεγγύωμα
- μέστωμα
- μηχάνωμα
- μίσθωμα
- μολύβδωμα
- μόρφωμα
- μότωμα
- μύκωμα
- μύρωμα
- νέκρωμα
- νέωμα
- νίτρωμα
- νῶμα
- ὀφήλωμα
- ὄγκωμα
- οἰκείωμα
- οἰλάωμα
- ὁλοκάρπωμα
- ὁλοκαύτωμα
- ὁμοίωμα
- ὅρκωμα
- ὀρόφωμα
- οὐφίδρωμα
- οὔλωμα
- ὀχύρωμα
- πάγχρωμα
- παλαίστωμα
- παλαίωμα
- παραδιόρθωμα
- παράλωμα
- παρανάλωμα
- παραπλήρωμα
- παράπλωμα
- παράπτωμα
- παράχωμα
- παρίσωμα
- πελίδνωμα
- πελίωμα
- πέπλωμα
- περιφλίωμα
- περίπτωμα
- περιθέλωμα
- περισάρωμα
- περίσσωμα
- περισταύρωμα
- περίστρωμα
- περίωμα
- περιχαράκωμα
- περίχωμα
- περίζωμα
- πέρκωμα
- πέτρωμα
- πήλωμα
- πήρωμα
- πίστωμα
- πλαδάρωμα
- πλέκωμα
- πλεύρωμα
- πλήρωμα
- πόδωμα
- πολίωμα
- ποθόδωμα
- πόρπωμα
- πρίωμα
- προανάλωμα
- προανήλωμα
- προένωμα
- πρόπτωμα
- προθύρωμα
- πρόσχωμα
- προτύπωμα
- πρόχωμα
- πτερύγωμα
- πτέρωμα
- πτῶμα
- πύκνωμα
- πύλωμα
- πύργωμα
- πύρωμα
- πῶμα
- πώρωμα
- θηρίωμα
- θρήνωμα
- θρίγκωμα
- θύμωμα
- θύρωμα
- θύωμα
- ῥάβδωμα
- ῥάκωμα
- ῥίζωμα
- ῥυτίδωμα
- ῥῶμα
- σανίδωμα
- σάθρωμα
- σάρκωμα
- σάρωμα
- σαύλωμα
- σελίδωμα
- σέμνωμα
- σφαίρωμα
- σφήκωμα
- σήκωμα
- σημείωμα
- σιάλωμα
- σιδήρωμα
- σίφλωμα
- σιγάλωμα
- σίμωμα
- σίρωμα
- σίτωμα
- σκαίωμα
- σκήνωμα
- σκίρωμα
- σκλήρωμα
- σκολίωμα
- σκότωμα
- σκύφωμα
- σπαργάνωμα
- σπίλωμα
- σπλέκωμα
- σταφύλωμα
- σταύρωμα
- στεάτωμα
- στεφάνωμα
- στεγάνωμα
- στείρωμα
- στένωμα
- στερέωμα
- στερίφωμα
- στέρωμα
- στήλωμα
- στίλβωμα
- στοιχείωμα
- στολίδωμα
- στόμωμα
- στρέβλωμα
- στρόφωμα
- στρογγύλωμα
- στρῶμα
- στύλωμα
- συγκεφαλαίωμα
- σύκωμα
- συμπλήρωμα
- σύμπτωμα
- συνέκπτωμα
- συνέρωμα
- συνοφρύωμα
- συνομοίωμα
- συρίγγωμα
- σύστρωμα
- σύζωμα
- σῶμα
- σχαλίδωμα
- τάβλωμα
- ταπείνωμα
- τάρσωμα
- ταὔτωμα
- τείχωμα
- τεκμηρίωμα
- τέκνωμα
- τελείωμα
- τετάνωμα
- τράκτωμα
- τράνωμα
- τραπέζωμα
- τράχωμα
- τρίχωμα
- τρῶμα
- τρώμα
- τύλωμα
- τύπωμα
- ὑάλωμα
- ὕβωμα
- ὕδρωμα
- ὑπεναντίωμα
- ὑπερανήλωμα
- ὑπερσάρκωμα
- ὑπόρθωμα
- ὑπόστρωμα
- ὑποστύλωμα
- ὑπόζωμα
- ὑψηλοταπείνωμα
- ὑψοταπείνωμα
- ὕψωμα
- ὤχρωμα
- χαίτωμα
- χάκωμα
- χαλίκωμα
- χάλκωμα
- χαράκωμα
- χαύνωμα
- χείλωμα
- χείρωμα
- χήλωμα
- χιλοποίωμα
- χλαίνωμα
- χορτόστρωμα
- χρύσωμα
- χρῶμα
- χύλωμα
- χώλωμα
- χῶμα
- ψαλίδωμα
- ψευδόπτωμα
- ψίλωμα
Références
[modifier le wikicode]- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901 → consulter cet ouvrage
- Alphonse Dain, Jules-Albert de Foucault, Pierre Poulain, Grammaire grecque Éloi-Jules Ragon, éditions Jean de Gigord, Paris, 1952