Aller au contenu

διόρθωμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien διόρθωμα, diórthôma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  διόρθωμα τα  διορθώματα
Génitif του  διορθώματος των  διορθωμάτων
Accusatif το  διόρθωμα τα  διορθώματα
Vocatif διόρθωμα διορθώματα

διόρθωμα, diórthoma \Prononciation ?\ neutre

  1. Rectification, correction.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (διόρθωμα)
Mot dérivé de διορθόω, diorthóô (« redresser »), avec le suffixe -μα, -ma.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ διόρθωμα τὰ διορθώματα τὼ διορθώματε
Vocatif διόρθωμα διορθώματα διορθώματε
Accusatif τὸ διόρθωμα τὰ διορθώματα τὼ διορθώματε
Génitif τοῦ διορθώματος τῶν διορθωμάτων τοῖν διορθωμάτοιν
Datif τῷ διορθώματι τοῖς διορθώμασι(ν) τοῖν διορθωμάτοιν

διόρθωμα, diórthôma *\Prononciation ?\ neutre

  1. Redressement, correction.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]