διόρθωση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien διόρθωσις, diórthôsis.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | διόρθωση | οι | διορθώσεις |
Génitif | της | διόρθωσης διορθώσεως |
των | διορθώσεων |
Accusatif | τη(ν) | διόρθωση | τις | διορθώσεις |
Vocatif | διόρθωση | διορθώσεις |
διόρθωση (dhiórthosi) \ði.ˈɔɾ.θɔ.si\ féminin
- Correction (action de corriger ; action de corriger les épreuves)