Aller au contenu

Ὀλυμπικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de Ὄλυμπος, Ólympos (« Olympe »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif Ὀλυμπικός Ὀλυμπική Ὀλυμπικόν
vocatif Ὀλυμπικέ Ὀλυμπική Ὀλυμπικόν
accusatif Ὀλυμπικόν Ὀλυμπικήν Ὀλυμπικόν
génitif Ὀλυμπικοῦ Ὀλυμπικῆς Ὀλυμπικοῦ
datif Ὀλυμπικ Ὀλυμπικ Ὀλυμπικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif Ὀλυμπικώ Ὀλυμπικά Ὀλυμπικώ
vocatif Ὀλυμπικώ Ὀλυμπικά Ὀλυμπικώ
accusatif Ὀλυμπικώ Ὀλυμπικά Ὀλυμπικώ
génitif Ὀλυμπικοῖν Ὀλυμπικαῖν Ὀλυμπικοῖν
datif Ὀλυμπικοῖν Ὀλυμπικαῖν Ὀλυμπικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif Ὀλυμπικοί Ὀλυμπικαί Ὀλυμπικά
vocatif Ὀλυμπικοί Ὀλυμπικαί Ὀλυμπικά
accusatif Ὀλυμπικούς Ὀλυμπικάς Ὀλυμπικά
génitif Ὀλυμπικῶν Ὀλυμπικῶν Ὀλυμπικῶν
datif Ὀλυμπικοῖς Ὀλυμπικαῖς Ὀλυμπικοῖς

Ὀλυμπικός, Olympikós *\o.lym.pi.kós\

  1. Olympique, de l’Olympe.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]