Aller au contenu

ἀπόστολος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Voir aussi : απόστολος
Du verbe ἀποστέλλω, apostéllô (« envoyer au loin »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀπόστολος ἀπόστολος ἀπόστολον
vocatif ἀπόστολε ἀπόστολε ἀπόστολον
accusatif ἀπόστολον ἀπόστολον ἀπόστολον
génitif ἀποστόλου ἀποστόλου ἀποστόλου
datif ἀποστόλ ἀποστόλ ἀποστόλ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀποστόλω ἀποστόλω ἀποστόλω
vocatif ἀποστόλω ἀποστόλω ἀποστόλω
accusatif ἀποστόλω ἀποστόλω ἀποστόλω
génitif ἀποστόλοιν ἀποστόλοιν ἀποστόλοιν
datif ἀποστόλοιν ἀποστόλοιν ἀποστόλοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀπόστολοι ἀπόστολοι ἀπόστολα
vocatif ἀπόστολοι ἀπόστολοι ἀπόστολα
accusatif ἀποστόλους ἀποστόλους ἀπόστολα
génitif ἀποστόλων ἀποστόλων ἀποστόλων
datif ἀποστόλοις ἀποστόλοις ἀποστόλοις

ἀπόστολος, apóstolos *\a.ˈpos.to.los\

  1. Envoyé au loin,
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἀπόστολος οἱ ἀπόστολοι τὼ ἀποστόλω
Vocatif ἀπόστολε ἀπόστολοι ἀποστόλω
Accusatif τὸν ἀπόστολον τοὺς ἀποστόλους τὼ ἀποστόλω
Génitif τοῦ ἀποστόλου τῶν ἀποστόλων τοῖν ἀποστόλοιν
Datif τῷ ἀποστόλ τοῖς ἀποστόλοις τοῖν ἀποστόλοιν

ἀπόστολος, apóstolos *\a.ˈpos.to.los\ masculin

  1. Envoyé, député.
  2. (Religion) Apôtre.
    • Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ — (Deuxième épître aux Corinthiens)
      Paul, apôtre de Jésus Christ par la volonté de Dieu, … — (traduction)
  3. Envoi d’une expédition.

Références

[modifier le wikicode]