Aller au contenu

ἀποπομπαῖος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de ἀποπομπή, apopompḗ (« renvoi »), avec le suffixe -αῖος, -aîos.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ἀποπομπαῖος ἀποπομπαία ἀποπομπαῖον
vocatif ἀποπομπαῖε ἀποπομπαία ἀποπομπαῖον
accusatif ἀποπομπαῖον ἀποπομπαίαν ἀποπομπαῖον
génitif ἀποπομπαίου ἀποπομπαίας ἀποπομπαίου
datif ἀποπομπαί ἀποπομπαί ἀποπομπαί
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ἀποπομπαίω ἀποπομπαία ἀποπομπαίω
vocatif ἀποπομπαίω ἀποπομπαίω ἀποπομπαίω
accusatif ἀποπομπαίω ἀποπομπαία ἀποπομπαίω
génitif ἀποπομπαίοιν ἀποπομπαίαιν ἀποπομπαίοιν
datif ἀποπομπαίοιν ἀποπομπαίαιν ἀποπομπαίοιν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ἀποπομπαῖοι ἀποπομπαῖαι ἀποπομπαῖα
vocatif ἀποπομπαῖοι ἀποπομπαῖαι ἀποπομπαῖα
accusatif ἀποπομπαίους ἀποπομπαίας ἀποπομπαία
génitif ἀποπομπαίων ἀποπομπαίων ἀποπομπαίων
datif ἀποπομπαίοις ἀποπομπαίαις ἀποπομπαίοις

ἀποπομπαῖος, apopompaîos *\a.po.pom.pâi̯.os\

  1. Ce qui emporte (le mal).
    • ἀποπομπαῖος τράγος
      bouc émissaire

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]