Aller au contenu

ψυχοπομπός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de ψυχή, psykhḗ (« âme ») et de πομπός, pompós (« guide »), littéralement « qui conduit les âmes ».
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ψυχοπομπός ψυχοπομπή ψυχοπομπόν
vocatif ψυχοπομπέ ψυχοπομπή ψυχοπομπόν
accusatif ψυχοπομπόν ψυχοπομπήν ψυχοπομπόν
génitif ψυχοπομποῦ ψυχοπομπῆς ψυχοπομποῦ
datif ψυχοπομπ ψυχοπομπ ψυχοπομπ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ψυχοπομπώ ψυχοπομπά ψυχοπομπώ
vocatif ψυχοπομπώ ψυχοπομπά ψυχοπομπώ
accusatif ψυχοπομπώ ψυχοπομπά ψυχοπομπώ
génitif ψυχοπομποῖν ψυχοπομπαῖν ψυχοπομποῖν
datif ψυχοπομποῖν ψυχοπομπαῖν ψυχοπομποῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ψυχοπομποί ψυχοπομπαί ψυχοπομπά
vocatif ψυχοπομποί ψυχοπομπαί ψυχοπομπά
accusatif ψυχοπομπούς ψυχοπομπάς ψυχοπομπά
génitif ψυχοπομπῶν ψυχοπομπῶν ψυχοπομπῶν
datif ψυχοπομποῖς ψυχοπομπαῖς ψυχοπομποῖς

ψυχοπομπός, psykhopompós

  1. Psychopompe, qualificatif d’Hermès.

Prononciation

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]