Aller au contenu

φάλαγγα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien φάλαγξ, phálanx.

φάλαγγα, fálanga \Prononciation ?\ féminin

  1. (Militaire) Phalange.
    • η πέμπτη φάλαγγα των φασιστών της Μαδρίτης και μεταφορικά ο σύμμαχος του εχθρού που έχει διεισδύσει στο εσωτερικό
  2. (Anatomie) Phalange.
    • ονυχοφόροι φάλαγγες είναι άκρες φάλαγγες.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (φάλαγγα)