Aller au contenu

υποχρέωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de υποχρεώνω, ipokhréono (« obliger »), avec le suffixe -ση, -si.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  υποχρέωση οι  υποχρεώσεις
Génitif της  υποχρέωσης
υποχρεώσεως
των  υποχρεώσεων
Accusatif τη(ν)  υποχρέωση τις  υποχρεώσεις
Vocatif υποχρέωση υποχρεώσεις

υποχρέωση, ipokhréosi \i.pɔ.ˈxɾɛ.ɔ.si\ féminin

  1. Obligation.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (υποχρέωση)