υποστηρικτής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de υποστηρίζω, avec le suffixe -τής.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | υποστηρικτής | οι | υποστηρικτές |
Génitif | του | υποστηρικτή | των | υποστηρικτών |
Accusatif | τον | υποστηρικτή | τους | υποστηρικτές |
Vocatif | υποστηρικτή | υποστηρικτές |
υποστηρικτής ipostiriktís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : υποστηρίκτρια)
- Défenseur, partisan.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)