Aller au contenu

τηλεφώνημα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot composé de τηλεφωνώ, tilefonó (« téléphoner ») et de -μα, ma ; voir φώνημα.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  τηλεφώνημα τα  τηλεφωνήματα
Génitif του  τηλεφωνήματος των  τηλεφωνημάτων
Accusatif το  τηλεφώνημα τα  τηλεφωνήματα
Vocatif τηλεφώνημα τηλεφωνήματα

τηλεφώνημα, tilefónima \ti.lɛ.ˈfɔ.ni.ma\ neutre

  1. Coup de fil, appel téléphonique.