τατᾶ
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Interjection
[modifier le wikicode]τατᾶ, tatâ *\ta.ˈtaːˌ\
- Papa, mot affectueux à l’adresse d’un père ou d’une mère.
- ῏Υτετρηκόσι’ ἐστίν· ἔχεις δὲ σὺ τοὺς ἐνιαυτοὺς
δὶς τόσσους, τρυφερὴ Λαῒ κορωνεκάβη,
Σισύφου ὦ μάμμη καὶ Δευκαλίωνος ἀδελφή.
βάπτε δὲ τὰς λευκὰς καὶ λέγε πᾶσι „τατᾶ“. — (Anthologia Graeca, Myrinos, 11, 67, 1–4)
- ῏Υτετρηκόσι’ ἐστίν· ἔχεις δὲ σὺ τοὺς ἐνιαυτοὺς
Dérivés
[modifier le wikicode]Variantes
[modifier le wikicode]- ἄττα (Langue homérique)