συντρόφισσα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | συντρόφισσα | οι | συντρόφισσες |
Génitif | της | συντρόφισσας | των | συντροφισσών |
Accusatif | τη(ν) | συντρόφισσα | τις | συντρόφισσες |
Vocatif | συντρόφισσα | συντρόφισσες |
συντρόφισσα, sindrófisa \sin.ˈdɾɔ.fi.sa\ féminin (pour un homme, on dit : σύντροφος)
- Compagne, camarade
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (συντρόφισσα)