Aller au contenu

στασιαστής

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien στασιαστής, stasiastês.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  στασιαστής οι  στασιαστές
Génitif του  στασιαστή των  στασιαστών
Accusatif τον  στασιαστή τους  στασιαστές
Vocatif στασιαστή στασιαστές

στασιαστής, stasiastis \Prononciation ?\ masculin

  1. Mutin, rebelle, révolutionnaire.
    • ο διάδοχος του θρόνου δολοφονήθηκε από έναν στασιαστή, ο οποίος βασίλεψε για ένα μόλις μήνα προτού ανατραπεί από το εξεγερμένο πλήθος

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (στασιαστής)
Mot dérivé de στασιάζω, stasiázô (« se rebeller »), avec le suffixe -τής, -tês.

στασιαστής, stasiastês *\Prononciation ?\ masculin

  1. Rebelle, mutin.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]