Aller au contenu

σκεύασμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien σκεύασμα, skeúsma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  σκεύασμα τα  σκευάσματα
Génitif του  σκευάσματος των  σκευασμάτων
Accusatif το  σκεύασμα τα  σκευάσματα
Vocatif σκεύασμα σκευάσματα

σκεύασμα, skevasma \Prononciation ?\ neutre

  1. (Cuisine) Préparation, chose préparée.
    • Φαρμακευτικά σκευάσματα.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκεύασμα)
Mot dérivé de σκευάζω, skeuázô (« préparer »), avec le suffixe -μα, -ma.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ σκεύασμα τὰ σκεύασματα τὼ σκεύασματε
Vocatif σκεύασμα σκεύασματα σκεύασματε
Accusatif τὸ σκεύασμα τὰ σκεύασματα τὼ σκεύασματε
Génitif τοῦ σκεύασματος τῶν σκεύασμάτων τοῖν σκεύασμάτοιν
Datif τῷ σκεύασματι τοῖς σκεύασμασι(ν) τοῖν σκεύασμάτοιν

σκεύασμα, skeúsma *\Prononciation ?\ neutre

  1. Préparation culinaire, plat.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]