αρτοσκεύασμα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | αρτοσκεύασμα | τα | αρτοσκευάσματα |
Génitif | του | αρτοσκευάσματος | των | αρτοσκευασμάτων |
Accusatif | το | αρτοσκεύασμα | τα | αρτοσκευάσματα |
Vocatif | αρτοσκεύασμα | αρτοσκευάσματα |
αρτοσκεύασμα, artoskevasma \Prononciation ?\ neutre
- (Cuisine) Pâtisserie.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (αρτοσκεύασμα)