Aller au contenu

σκεπτικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du verbe σκέπτομαι, sképtomai (« considérer », « examiner avec soin »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σκεπτικός σκεπτική σκεπτικόν
vocatif σκεπτικέ σκεπτική σκεπτικόν
accusatif σκεπτικόν σκεπτικήν σκεπτικόν
génitif σκεπτικοῦ σκεπτικῆς σκεπτικοῦ
datif σκεπτικ σκεπτικ σκεπτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif σκεπτικώ σκεπτικά σκεπτικώ
vocatif σκεπτικώ σκεπτικά σκεπτικώ
accusatif σκεπτικώ σκεπτικά σκεπτικώ
génitif σκεπτικοῖν σκεπτικαῖν σκεπτικοῖν
datif σκεπτικοῖν σκεπτικαῖν σκεπτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σκεπτικοί σκεπτικαί σκεπτικά
vocatif σκεπτικοί σκεπτικαί σκεπτικά
accusatif σκεπτικούς σκεπτικάς σκεπτικά
génitif σκεπτικῶν σκεπτικῶν σκεπτικῶν
datif σκεπτικοῖς σκεπτικαῖς σκεπτικοῖς

σκεπτικός, skeptikós *\skep.ti.ˈkos\

  1. Qui observe, qui réfléchit.
  2. (Philosophie) Sceptique.
    • Οἱ Σκεπτικοί.
    Les philosophes sceptiques.

Références

[modifier le wikicode]