σκεπτικισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | σκεπτικισμός | οι | σκεπτικισμοί |
Génitif | του | σκεπτικισμού | των | σκεπτικισμών |
Accusatif | τον | σκεπτικισμό | τους | σκεπτικισμούς |
Vocatif | σκεπτικισμέ | σκεπτικισμοί |
σκεπτικισμός, skeptikismós \Prononciation ?\ masculin
- (Philosophie) Scepticisme.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Scepticisme, disposition de ceux qui doutent de tout.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (σκεπτικισμός)