Aller au contenu

σκαληνός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Apparenté au latin scelus, à σκέλος, skélos (« jambe »), σκολιός, skolios (« courbe, de travers »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif σκαληνός σκαληνή σκαληνόν
vocatif σκαληνέ σκαληνή σκαληνόν
accusatif σκαληνόν σκαληνήν σκαληνόν
génitif σκαληνοῦ σκαληνῆς σκαληνοῦ
datif σκαλην σκαλην σκαλην
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif σκαληνώ σκαληνά σκαληνώ
vocatif σκαληνώ σκαληνά σκαληνώ
accusatif σκαληνώ σκαληνά σκαληνώ
génitif σκαληνοῖν σκαληναῖν σκαληνοῖν
datif σκαληνοῖν σκαληναῖν σκαληνοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif σκαληνοί σκαληναί σκαληνά
vocatif σκαληνοί σκαληναί σκαληνά
accusatif σκαληνούς σκαληνάς σκαληνά
génitif σκαληνῶν σκαληνῶν σκαληνῶν
datif σκαληνοῖς σκαληναῖς σκαληνοῖς

σκαληνός, skalênos *\Prononciation ?\ masculin

  1. Boiteux, inégal, impair.

Références

[modifier le wikicode]