πυροβολισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | πυροβολισμός | οι | πυροβολισμοί |
Génitif | του | πυροβολισμού | των | πυροβολισμών |
Accusatif | τον | πυροβολισμό | τους | πυροβολισμούς |
Vocatif | πυροβολισμέ | πυροβολισμοί |
πυροβολισμός (pirovolizmós) \Prononciation ?\ masculin
- Tir d’arme à feu, coup de feu.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)