προσανατολισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de προσανατολίζω, prosanatolizo (« orienter »), avec le suffixe -μός, -mós.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | προσανατολισμός | οι | προσανατολισμοί |
Génitif | του | προσανατολισμού | των | προσανατολισμών |
Accusatif | τον | προσανατολισμό | τους | προσανατολισμούς |
Vocatif | προσανατολισμέ | προσανατολισμοί |
προσανατολισμός, prosanatolizmós \Prononciation ?\ masculin