προγραμματιστής
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de προγραμματίζω, programmatizo, avec le suffixe -τής, -tis.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | προγραμματιστής | οι | προγραμματιστές |
Génitif | του | προγραμματιστή | των | προγραμματιστών |
Accusatif | τον | προγραμματιστή | τους | προγραμματιστές |
Vocatif | προγραμματιστή | προγραμματιστές |
προγραμματιστής, programmatistís \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : προγραμματίστρια)
- Programmateur.
- (Informatique) Programmeur.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (προγραμματιστής)