πορφύρω
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Verbe
[modifier le wikicode]πορφύρω, porphúrô *\Prononciation ?\ intransitif
- Être démonté, faire des grosses vagues, en parlant de la mer.
- ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ
- ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ
- Monter, enfler, fulminer.
- διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον — (A.R.1.935)
- (En parlant de flammes) [φλόγα] φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν
- διάνδιχα νηὸς ἰούσης δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον — (A.R.1.935)
- Troubler, confondre.
- πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε
- Son cœur était grandement ému.
- πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε
- Rougir.
- καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις
- δαίδαλα πορφύρων — (Opp. C.3.347)
- καὶ τὺ δὲ Κρᾶθι οἴνῳ πορφύροις
- Pourprer, rougir, teindre en rouge.
- [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη — (Nonn.45.308)
- [οἴνῳ] πορφύρετο πέτρη — (Nonn.45.308)
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- « πορφύρω », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage