Aller au contenu

πολυμαθής

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De πολύς (« nombreux ») et de μάθημα (« science, connaissance »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πολυμαθής πολυμαθής πολυμαθές
vocatif πολυμαθές πολυμαθές πολυμαθές
accusatif πολυμαθ πολυμαθ πολυμαθές
génitif πολυμαθοῦς πολυμαθοῦς πολυμαθοῦς
datif πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ
vocatif πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ
accusatif πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ πολυμαθεῖ
génitif πολυμαθοῖν πολυμαθοῖν πολυμαθοῖν
datif πολυμαθοῖν πολυμαθοῖν πολυμαθοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πολυμαθεῖς πολυμαθεῖς πολυμαθ
vocatif πολυμαθεῖς πολυμαθεῖς πολυμαθ
accusatif πολυμαθεῖς πολυμαθεῖς πολυμαθ
génitif πολυμαθῶν πολυμαθῶν πολυμαθῶν
datif πολυμαθέσι(ν) πολυμαθέσι(ν) πολυμαθέσι(ν)

πολυμαθής, polumathếs *\po.ly.ma.ˈtʰɛːs\ (ancienne écriture : ϖολυμαϑής)

  1. Qui sait beaucoup, très savant.

Références

[modifier le wikicode]