Aller au contenu

περιπατητικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de περιπατητής, peripatêtês (« promeneur »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif περιπατητιϰός περιπατητιϰή περιπατητιϰόν
vocatif περιπατητιϰέ περιπατητιϰή περιπατητιϰόν
accusatif περιπατητιϰόν περιπατητιϰήν περιπατητιϰόν
génitif περιπατητιϰοῦ περιπατητιϰῆς περιπατητιϰοῦ
datif περιπατητιϰ περιπατητιϰ περιπατητιϰ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif περιπατητιϰώ περιπατητιϰά περιπατητιϰώ
vocatif περιπατητιϰώ περιπατητιϰά περιπατητιϰώ
accusatif περιπατητιϰώ περιπατητιϰά περιπατητιϰώ
génitif περιπατητιϰοῖν περιπατητιϰαῖν περιπατητιϰοῖν
datif περιπατητιϰοῖν περιπατητιϰαῖν περιπατητιϰοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif περιπατητιϰοί περιπατητιϰαί περιπατητιϰά
vocatif περιπατητιϰοί περιπατητιϰαί περιπατητιϰά
accusatif περιπατητιϰούς περιπατητιϰάς περιπατητιϰά
génitif περιπατητιϰῶν περιπατητιϰῶν περιπατητιϰῶν
datif περιπατητιϰοῖς περιπατητιϰαῖς περιπατητιϰοῖς

περιπατητικός, peripapêtikós

  1. Qui concerne la philosophie péripatéticienne.

περιπατητικός, peripapêtikós masculin

  1. Philosophe péripatéticien.

Références

[modifier le wikicode]