παραμύθι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien παραμύθιον, paramúthion (« exhortation ») avec réfection du sens sur μύθος (« mythe, fable »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | παραμύθι | τα | παραμύθια |
Génitif | του | παραμυθιού | των | παραμυθιών |
Accusatif | το | παραμύθι | τα | παραμύθια |
Vocatif | παραμύθι | παραμύθια |
παραμύθι, paramíthi \pa.ɾa.ˈmi.θi\ neutre
- Fable.
- Histoire, récit, aventure, conte.
- Στα παιδιά αρέσει να τους λένε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθούν.
- Les enfants aiment bien qu’on leur raconte une histoire le soir avant de s’endormir.
- Στα παιδιά αρέσει να τους λένε ένα παραμύθι πριν αποκοιμηθούν.
Dérivés
[modifier le wikicode]- παραμυθιάζω (« fabuler »)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παραμύθι)