Aller au contenu

πανηγυρικός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de πανήγυρις, panêguris (« panégyrie, fête nationale »), avec le suffixe -ικός, -ikós.
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif πανηγυρικός πανηγυρική πανηγυρικόν
vocatif πανηγυρικέ πανηγυρική πανηγυρικόν
accusatif πανηγυρικόν πανηγυρικήν πανηγυρικόν
génitif πανηγυρικοῦ πανηγυρικῆς πανηγυρικοῦ
datif πανηγυρικ πανηγυρικ πανηγυρικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif πανηγυρικώ πανηγυρικά πανηγυρικώ
vocatif πανηγυρικώ πανηγυρικά πανηγυρικώ
accusatif πανηγυρικώ πανηγυρικά πανηγυρικώ
génitif πανηγυρικοῖν πανηγυρικαῖν πανηγυρικοῖν
datif πανηγυρικοῖν πανηγυρικαῖν πανηγυρικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif πανηγυρικοί πανηγυρικαί πανηγυρικά
vocatif πανηγυρικοί πανηγυρικαί πανηγυρικά
accusatif πανηγυρικούς πανηγυρικάς πανηγυρικά
génitif πανηγυρικῶν πανηγυρικῶν πανηγυρικῶν
datif πανηγυρικοῖς πανηγυρικαῖς πανηγυρικοῖς

πανηγυρικός, panêgurikós *\pa.nɛː.ɡy.ri.ˈkos\

  1. Qui concerne une fête nationale, proprement en assemblée générale.
  2. (Par suite) (Sens négatif)
    1. (Style) Pompeux, ostentatoire.
    2. Recherché dans sa parure qui fait des embarras.
    3. Porter à se vanter, vantard.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif πανηγυρικός οἱ πανηγυρικοί τὼ πανηγυρικώ
Vocatif πανηγυρικέ πανηγυρικοί πανηγυρικώ
Accusatif τὸν πανηγυρικόν τοὺς πανηγυρικούς τὼ πανηγυρικώ
Génitif τοῦ πανηγυρικοῦ τῶν πανηγυρικῶν τοῖν πανηγυρικοῖν
Datif τῷ πανηγυρικ τοῖς πανηγυρικοῖς τοῖν πανηγυρικοῖν

πανηγυρικός, panêgurikós *\pa.nɛː.ɡy.ri.ˈkos\ masculin

  1. (Sous-entendant λόγος) Éloge public prononcé dans une fête nationale.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]