Aller au contenu

παθοποιός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De πάθος, páthos (« état de l’âme »).
cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif παθοποιός παθοποιός παθοποιόν
vocatif παθοποιέ παθοποιέ παθοποιόν
accusatif παθοποιόν παθοποιόν παθοποιόν
génitif παθοποιοῦ παθοποιοῦ παθοποιοῦ
datif παθοποι παθοποι παθοποι
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif παθοποιώ παθοποιώ παθοποιώ
vocatif παθοποιώ παθοποιώ παθοποιώ
accusatif παθοποιώ παθοποιώ παθοποιώ
génitif παθοποιοῖν παθοποιοῖν παθοποιοῖν
datif παθοποιοῖν παθοποιοῖν παθοποιοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif παθοποιοί παθοποιοί παθοποιά
vocatif παθοποιοί παθοποιοί παθοποιά
accusatif παθοποιούς παθοποιούς παθοποιά
génitif παθοποιῶν παθοποιῶν παθοποιῶν
datif παθοποιοῖς παθοποιοῖς παθοποιοῖς

παθοποιός, pathopoiós *\pa.tʰo.po͜ɪ.ˈos\ Ancienne orthographe : παϑοποιός

  1. Qui cause les affections du corps ou de l'âme


Références

[modifier le wikicode]