ολοκληρωτισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de ολοκληρωτικός, oloklirotikós (« totalitaire »), avec le suffixe -ισμός, -ismós, par substitution de suffixe.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ολοκληρωτισμός | οι | ολοκληρωτισμοί |
Génitif | του | ολοκληρωτισμού | των | ολοκληρωτισμών |
Accusatif | τον | ολοκληρωτισμό | τους | ολοκληρωτισμούς |
Vocatif | ολοκληρωτισμέ | ολοκληρωτισμοί |
ολοκληρωτισμός, oloklirotizmós \Prononciation ?\ masculin
- (Politique) Totalitarisme.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)