ξιφομαχία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ξιφομαχία | οι | ξιφομαχίες |
Génitif | της | ξιφομαχίας | των | ξιφομαχιών |
Accusatif | τη(ν) | ξιφομαχία | τις | ξιφομαχίες |
Vocatif | ξιφομαχία | ξιφομαχίες |
ξιφομαχία, xifomachía \ksi.fo.maˈçi.a\ féminin
- (Sport) Escrime.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ξιφομαχία)