μεταδοτικότητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de μεταδοτικός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μεταδοτικότητα | οι | μεταδοτικότητες |
Génitif | της | μεταδοτικότητας | των | μεταδοτικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | μεταδοτικότητα | τις | μεταδοτικότητες |
Vocatif | μεταδοτικότητα | μεταδοτικότητες |
μεταδοτικότητα (metadhotikótita) \Prononciation ?\ féminin
- Contagiosité, facilité d’une maladie ou d’un état à se transmettre.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
- Aptitude à transmettre une connaissance.