μεταβίβαση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Dérivé de μεταβιβάζω, avec le suffixe -ση.
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μεταβίβαση | οι | μεταβιβάσεις |
Génitif | της | μεταβίβασης μεταβιβάσεως |
των | μεταβιβάσεων |
Accusatif | τη(ν) | μεταβίβαση | τις | μεταβιβάσεις |
Vocatif | μεταβίβαση | μεταβιβάσεις |
μεταβίβαση (metavívasi) \mɛ.ta.ˈvi.va.si\ féminin
- Action de transmettre, transmission, transfert.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)