μεσημέρι
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Du grec ancien μεσημέριος, mesêmérios (« milieu du jour »), composé de μέσος, mésos (« de milieu ») et de ἡμέρα, hêméra (« jour »).
Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
Génitif | του | μεσημεριού | των | μεσημεριών |
Accusatif | το | μεσημέρι | τα | μεσημέρια |
Vocatif | μεσημέρι | μεσημέρια |
μεσημέρι, mesiméri \Prononciation ?\ neutre
- Midi.
- (Par extension) La période de deux ou trois heures suivant midi.
- Τη μία το μεσημέρι.
- À une heure de l'après-midi.
- Τη μία το μεσημέρι.
- (Par extension) La période de deux ou trois heures suivant midi.
Dérivés
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μεσημέρι)