μειονότητα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | μειονότητα | οι | μειονότητες |
Génitif | της | μειονότητας | των | μειονοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | μειονότητα | τις | μειονότητες |
Vocatif | μειονότητα | μειονότητες |
μειονότητα (mionótita) \Prononciation ?\ féminin
- Minorité, notamment, groupe de personnes partageant une caractéristique au sein d'une population plus grande.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]