μέριμνα
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]- Apparenté au latin memor, au sanscrit smárati, de l’indo-européen commun *(s)mer-[1] (« prendre soin, se souvenir de »).
Nom commun
[modifier le wikicode]μέριμνα, mérimna *\Prononciation ?\ féminin
- Soin, solicitude.
- ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι — (h.Merc.44)
- ὅν τε θαμιναὶ ἐπιστρωφῶσι μέριμναι — (h.Merc.44)
- Anxiété, inquiétude, souci.
Dérivés
[modifier le wikicode]- μερίμναμα
- μεριμνάω (se soucier de, s'inquiéter)
- μερίμνημα (anxiété)
- μεριμνητής
- μεριμνητικός (anxieux)
- μεριμνοφροντιστής
- μεριμνοποιέω (causer du souci)
- μεριμνοποιός
- μεριμνοτόκος
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]- μέρμερος (anxieux)
- μερμηρίζω (être anxieux)
- μερμαίρω
- μέρμηρᾰ
- μάρτυς, μάρτυρος (témoin)
- μείρομαι
- εἱμαρμένη
- μέρος (part, lot)
- μερίζω (partager)
- μερίς
- ἄμμορος
- ἠμορίς
- μόριον
- ἁμαρτάνω (manquer)
Références
[modifier le wikicode]- ↑ Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959 → consulter cet ouvrage
- « μέριμνα », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage