Aller au contenu

λειτουργία

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Du grec ancien λειτουργία, leitourgía.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  λειτουργία οι  λειτουργίες
Génitif της  λειτουργίας των  λειτουργιών
Accusatif τη(ν)  λειτουργία τις  λειτουργίες
Vocatif λειτουργία λειτουργίες

λειτουργία (lituryía) \li.tuɾ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Fonctionnement.
    • H συνεργασία όλων μας είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία της υπηρεσίας μας.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
  2. Fonction.
    • Πάτησε ένα κουμπί και έθεσε τον κινητήρα σε λειτουργία.
      La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
  3. (Religion) Liturgie.
Mot dérivé de λειτουργός, leitourgós, avec le suffixe -ία, -ía.
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif λειτουργία αἱ λειτουργιαι τὼ λειτουργία
Vocatif λειτουργία λειτουργιαι λειτουργία
Accusatif τὴν λειτουργίαν τὰς λειτουργίας τὼ λειτουργία
Génitif τῆς λειτουργίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν λειτουργίαιν
Datif τῇ λειτουργί ταῖς λειτουργίαις τοῖν λειτουργίαιν

λειτουργία, leitourgía \leː.toːr.ˈɡi.aː\ féminin

  1. Liturgie, cérémonie publique, service public.

Dérivés dans d’autres langues

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]