Aller au contenu

κωδικοποίηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de κωδικοποιώ, kodikopoió (« codifier »), avec le suffixe -ση, -si.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κωδικοποίηση οι  κωδικοποιήσεις
Génitif της  κωδικοποίησης
κωδικοποιήσεως
των  κωδικοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κωδικοποίηση τις  κωδικοποιήσεις
Vocatif κωδικοποίηση κωδικοποιήσεις

κωδικοποίηση (kodhikopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Codification.
  2. (Informatique) Encodage.