Aller au contenu

καθάρισμα

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de καθαρίζω, katharízo (« nettoyer »), avec le suffixe -μα, -ma.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  καθάρισμα τα  καθαρίσματα
Génitif του  καθαρίσματος των  καθαρισμάτων
Accusatif το  καθάρισμα τα  καθαρίσματα
Vocatif καθάρισμα καθαρίσματα

καθάρισμα, kathárisma \Prononciation ?\ neutre

  1. Nettoyage.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (καθάρισμα)