ιστιοφόρο
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
Génitif | του | ιστιοφόρου | των | ιστιοφόρων |
Accusatif | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
Vocatif | ιστιοφόρο | ιστιοφόρα |
ιστιοφόρο, istiofóro \i.sti.ɔ.ˈfɔ.ɾɔ\ neutre
- (Navigation) Voilier.
Στο λιμάνι του Πειραιά βρίσκεται το γαλλικό ιστιοφόρο «Μπελέμ» το οποίο ήρθε.
— (Στο λιμάνι του Πειραιά το ιστορικό γαλλικό ιστιοφόρο «Belem» για να παραλάβει την Ολυμπιακή Φλόγα sur ertnews.gr, 23 avril 2024. Consulté le 24 avril 2024)- Le voilier français le « Belem » est arrivé dans le port du Pirée.