Aller au contenu

ιδιόλεκτος

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
De l’anglais idiolect.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η ιδιόλεκτος οι ιδιόλεκτοι (ιδιόλεκτες)
Génitif της ιδιολέκτου των ιδιολέκτων
Accusatif τη(ν) ιδιόλεκτο τις ιδιολέκτους (ιδιόλεκτες)
Vocatif (ιδιόλεκτο) (ιδιόλεκτοι)

ιδιόλεκτος, idiólektos \i.ði.ˈɔ.lɛ.ktɔs\ féminin

  1. (Linguistique) Idiolecte.