Aller au contenu

θέρμανση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de θερμαίνω, thérmaino (« chauffer »), avec le suffixe -ση, -si ; voir θερμός.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  θέρμανση οι  θερμάνσεις
Génitif της  θέρμανσης
θερμάνσεως
των  θερμάνσεων
Accusatif τη(ν)  θέρμανση τις  θερμάνσεις
Vocatif θέρμανση θερμάνσεις

θέρμανση, thérmansi \ˈθɛɾ.man.si\ féminin

  1. Chauffage, action de chauffer.
    • H κεντρική θέρμανση.
      Le chauffage central.