ηφαιστειολογία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ηφαιστειολογία | οι | ηφαιστειολογίες |
Génitif | της | ηφαιστειολογίας | των | ηφαιστειολογιών |
Accusatif | τη(ν) | ηφαιστειολογία | τις | ηφαιστειολογίες |
Vocatif | ηφαιστειολογία | ηφαιστειολογίες |
ηφαιστειολογία (ifestioloyía) \i.fe.sti.ɔ.lɔ.ˈʝi.a\ féminin
- (Géologie) Volcanologie.