ηλεκτρισμός
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ηλεκτρισμός | οι | ηλεκτρισμοί |
Génitif | του | ηλεκτρισμού | των | ηλεκτρισμών |
Accusatif | τον | ηλεκτρισμό | τους | ηλεκτρισμούς |
Vocatif | ηλεκτρισμέ | ηλεκτρισμοί |
ηλεκτρισμός, ilektrismós \i.lek.tɾiˈzmos\ masculin
- (Physique) Électricité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)