ευλυγισία
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ευλυγισία | οι | ευλυγισίες |
Génitif | της | ευλυγισίας | των | ευλυγισιών |
Accusatif | τη(ν) | ευλυγισία | τις | ευλυγισίες |
Vocatif | ευλυγισία | ευλυγισίες |
ευλυγισία, evliyisía \Prononciation ?\ féminin
- Souplesse.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques
[modifier le wikicode]Références
[modifier le wikicode]- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ευλυγισία)