Aller au contenu

ευαγγελισμός

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de ευαγγελίζομαι, evangelizome (« annoncer une bonne nouvelle »), avec le suffixe -μός, -mós.
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.

ευαγγελισμός, evangelismós \e.va.ɟe.li.ˈzmɔs\ masculin

  1. (Religion) Annonciation.
    • Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ευαγγελισμός του Αρχαγγέλου Γαβριήλ προς την Παναγία Θεοτόκο γιορτάζεται το 25 Μαρτίου.

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ευαγγελισμός)