Aller au contenu

επιχορήγηση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Mot dérivé de επιχορηγώ, epichorigó (« subventionner »), avec le suffixe -ση, -si.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επιχορήγηση οι  επιχορηγήσεις
Génitif της  επιχορήγησης
επιχορηγήσεως
των  επιχορηγήσεων
Accusatif τη(ν)  επιχορήγηση τις  επιχορηγήσεις
Vocatif επιχορήγηση επιχορηγήσεις

επιχορήγηση, epichorígisi \ɛ.pi.xɔ.ˈɾi.ʝi.si\ féminin

  1. (Finance) Subvention.

Apparentés étymologiques

[modifier le wikicode]

Références

[modifier le wikicode]
  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επιχορήγηση)