επιβίωση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επιβίωση | οι | επιβιώσεις |
Génitif | της | επιβίωσης επιβιώσεως |
των | επιβιώσεων |
Accusatif | τη(ν) | επιβίωση | τις | επιβιώσεις |
Vocatif | επιβίωση | επιβιώσεις |
επιβίωση (epivíosi) \ɛ.pi.ˈvi.ɔ.si\ féminin
- Survie, fait de survivre.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)