Aller au contenu

επιβίωση

Définition, traduction, prononciation, anagramme et synonyme sur le dictionnaire libre Wiktionnaire.
Dérivé de επιβιώνω, avec le suffixe -ση.
Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επιβίωση οι  επιβιώσεις
Génitif της  επιβίωσης
επιβιώσεως
των  επιβιώσεων
Accusatif τη(ν)  επιβίωση τις  επιβιώσεις
Vocatif επιβίωση επιβιώσεις

επιβίωση (epivíosi) \ɛ.pi.ˈvi.ɔ.si\ féminin

  1. Survie, fait de survivre.