επαναδιαπραγμάτευση
Grec[modifier le wikicode]
Étymologie[modifier le wikicode]
- Dérivé de διαπραγμάτευση, avec le préfixe επανα-.
Nom commun [modifier le wikicode]
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | επαναδιαπραγμάτευση | οι | επαναδιαπραγματεύσεις |
Génitif | της | επαναδιαπραγμάτευσης επαναδιαπραγματεύσεως |
των | επαναδιαπραγματεύσεων |
Accusatif | τη(ν) | επαναδιαπραγμάτευση | τις | επαναδιαπραγματεύσεις |
Vocatif | επαναδιαπραγμάτευση | επαναδιαπραγματεύσεις |
επαναδιαπραγμάτευση, epanadhiapragmátefsi \Prononciation ?\ féminin
- Renégociation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références[modifier le wikicode]
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επαναδιαπραγμάτευση)