εκπροσώπηση
Apparence
Étymologie
[modifier le wikicode]Nom commun
[modifier le wikicode]Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | εκπροσώπηση | οι | εκπροσωπήσεις |
Génitif | της | εκπροσώπησης εκπροσωπήσεως |
των | εκπροσωπήσεων |
Accusatif | τη(ν) | εκπροσώπηση | τις | εκπροσωπήσεις |
Vocatif | εκπροσώπηση | εκπροσωπήσεις |
εκπροσώπηση, ekprosópisi \Prononciation ?\ féminin
- Représentation, fait de représenter une personne ou une organisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)